-
1 παραχωρεω
1) давать место, потесниться Plat., Arph.2) уступать3) перен. уступать, соглашатьсяἐγὼ παραχωρῶ Plat. — я не возражаю
4) перен. уступать, отдавать(Φιλίππῳ Ἀμφιπόλεως Dem.)
π. τινι τῶν ἑαυτοῦ Dem. — поступаться чем-л. в пользу кого-л.;π. τινι τῆς πολιτείας Aeschin. — предоставлять кому-л. государственные дела5) перен. уступать, подчиняться(τῷ νόμῳ Plat.)
6) разрешать, позволять(τινι ποιεῖν τι Plat.)
7) покидать, оставлять(τῆς τάξεως Dem.)
См. также в других словарях:
εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… … Dictionary of Greek
επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
αντιμετρώ — ( άω) (μέσ., ούμαι, ιέμαι, ιούμαι) (AM ἀντιμετρῶ, έω μέσ., ἀντιμετροῡμαι) Ι. 1. παραχωρώ, δίνω κάτι ως αντάλλαγμα, αποζημίωση ή αμοιβή 2. πληρώνω, ανταμείβω κι εγώ με τη σειρά μου νεοελλ. τιμωρώ αρχ. συγκρίνω II. (μέσ., ομαι) νεοελλ. παραβάλλομαι … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
συναρέσκω — ΜΑ, αττ. και επικ. τ. ξυναρέσκω Α [ἀρέσκω] 1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) συναρέσκει (ενν. μοι) αρέσει και σε μένα επίσης, ευαρεστούμαι και εγώ ταυτόχρονα με άλλον («οὐδέ γε τὸ φρουροὺς μισθῶσαι, συνήρεσκέ μοι», Ξεν.) 2. (μέσ. και παθ.) συναρέσκομαι… … Dictionary of Greek